15 χρόνια από τον θάνατό του Ελευθερώστε τον Ανδρέα Παπανδρέου Το χρονικό της διεθνούς κινητοποίησης που ανάγκασε τις ΗΠΑ να πιέσουν για την απελευθέρωσή του από τη χούντα

ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΔΡΑΪΝΑ ΤΑ ΝΕΑ

4.  Με τη Μελίνα Μερκούρη το  1969
Σαν σήµερα το 1996 πέθανε σε ηλικία 77 ετών ο Ανδρέας Παπανδρέου, ηγετική µορφή της πολιτικής ζωής του τόπου από τη δεκαετία του 1960. Ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ, επηρέασε βαθύτατα µε τις πολιτικές επιλογές και τη δράση του τη µεταπολίτευση. Ηταν ίσως ο πολιτικός µε τη µεγαλύτερη συµβολή στη διαµόρφωση του πολιτικού και κοµµατικού συστήµατος στη σύγχρονη Ελλάδα. Επεκτείνοντας το σύνθηµα «Το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία», ανέτρεψε τον κυρίαρχο πολιτικό διαχωρισµό «εθνικόφρονες - κοµµουνιστές» επιβάλλοντας το δίπολο «∆εξιά - Αντιδεξιά», το οποίο διαµόρφωσε τις νέες ιδεολογικοπολιτικές ισορροπίες της µεταπολίτευσης. Στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ ήλθε το 1981 έπειτα από µια θριαµβική εκλογική νίκη µε ποσοστό 48%. Η πρώτη κυβερνητική θητεία του συνοδεύτηκε από........................................................τοµές, σηµαντικότερη των οποίων ήταν η άρση των στεγανών πρόσβασης στον κρατικό µηχανισµό όσων διώκονταν ως αριστεροί από το µεταπολεµικό κράτος της ∆εξιάς. Εξάλλου, παρά τα αντιεοκικά συνθήµατα της πρώτης πασοκικής περιόδου, το ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση δεν αντιτάχθηκε στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, εµβαθύνοντας τη συµµετοχή της στην ολοκλήρωση. Ο πολιτικός επιστήµονας Σπύρος ∆ραΐνας έχει παρακολουθήσει συστηµατικά τη διαδροµή του Ανδρέα Παπανδρέου. Εκτιµώντας ότι η πολιτική και ιδεολογική διαδροµή του στα χρόνια του ΠΑΣΟΚ δεν είναι άµοιρη της προϊστορίας του στα προδικτατορικά χρόνια ούτε της σύλληψής του από τη χούντα, ο συνεργάτης µας φωτίζει το άγνωστο παρασκήνιο εκείνης της καθοριστικής περιόδου: Πώς αντέδρασε στη σύλληψη του Ανδρέα ο αµερικανικός παράγοντας. Ποιες προσωπικότητες συγκρότησαν οµάδα κοινωνικής και πολιτικής πίεσης για την απελευθέρωσή του. Πώς έζησε ο ίδιος την περίοδο της αποµόνωσής του στη φυλακή. Η αποφυλάκισή του, η φυγή στο Παρίσι και συντοµότατα η ανάληψη αντιδικτατορικής δράσης µε την ίδρυση του ΠΑΚ ήταν η περίοδος που συνέδεσε το πριν και το µετά. Στη σηµερινή συγκυρία, περίοδο εκτός των άλλων ιστορικής αποτίµησης των προσωπικοτήτων και των πολιτικών που δοκιµάστηκαν την εποχή της µεταπολίτευσης, το αφιέρωµα αυτό στον Ανδρέα Παπανδρέου κλείνει µε δύο απόπειρες σύντοµης αποτίµησης της πολιτικής παρουσίας του. Τα επόµενα χρόνια, υπό το φως των εξελίξεων, η µεταπολίτευση θα τεθεί εξ ολοκλήρου στο ανατοµικό τραπέζι των ιστορικών. Οποια κατεύθυνση κι αν ακολουθήσει όµως η ιστορική έρευνα, ένα πράγµα δεν είναι δυνατόν να αµφισβητηθεί: ο καθοριστικός ρόλος που έπαιξε στην ελληνική πολιτική ζωή ο Ανδρέας Παπανδρέου. Χθες, στο Α’ Νεκροταφείο έγινε µνηµόσυνο στον τάφο του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, παρόντος του πρωτότοκου γιου του, Πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου. Ενας ανάµεσα στους περίπου 8.000 πολίτες πουσυνελήφθησαν όταν, µε την ισχύ των όπλων, η χούντα του Παπαδόπουλου κατέλαβε την εξουσία στις 21 Απριλίου 1967, ο Ανδρέας Παπανδρέου φυλακίσθηκε για λίγο στο Γουδή και στο Πικέρµι, αλλά πέρασε το µεγαλύτερο µέρος των οκτώ επόµενων µηνών στην αποµόνωση, στις Φυλακές Αβέρωφ. Στο κελί του µε θέα την πολυσύχναστη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, περίµενε να του απαγγελθούν κατηγορίες και να δικαστεί για την υποτιθέµενη εµπλοκή του στον ΑΣΠΙ∆Α, µια µυστική οργάνωση κεντρώων κατώτερων αξιωµατικών του στρατού που συνελήφθησαν στα µέσα του 1965 µε ψεύτικες κατηγορίες ότι συνωµοτούσαν για να ανατρέψουν τη µοναρχία, για να αποσυρθεί η Ελλάδα από το ΝΑΤΟ και για να επιβληθεί στην Ελλάδα µια δικτατορία µε ηγέτη τον Ανδρέα. Μολονότι ήταν πολιτικά ακινητοποιηµένος, ο Ανδρέας παρέµενε ένας παράγοντας στις πολιτικές εξελίξεις.

Μόλις οι αξιωµατούχοι των ΗΠΑ βεβαιώθηκαν ότι το πραξικόπηµα ήταν φιλοαµερικανικό, άρχισε στην Ουάσιγκτον µια συζήτηση για το ποια στάση θα έπρεπε να πάρουν δηµόσια οι ΗΠΑ. Ο Ουόλτ Ρόστοου, σύµβουλος Εθνικής Ασφαλείας του προέδρου Τζόνσον, συνέστησε αρχικά να εκφράσουν «τη λύπη τους – έστω και χαµηλόφωνα» για την αναστολή των δηµοκρατικών διαδικασιών.

Οµως ο υπουργός Εξωτερικών Ντιν Ρασκ έφερε αντίρρηση υποστηρίζοντας ότι η Ουάσιγκτον έπρεπε να παραµείνει σιωπηλή.

Την εποµένη, ο Ρόστοου υιοθέτησε τη θέση του Ρασκ και εξήγησε το σκεπτικό στον αµερικανό πρόεδρο σ’ ένα ενηµερωτικό µνηµόνιο: «Οι νέοι ηγέτες εξακολουθούν να προσπαθούν να σχηµατίσουν την κυβέρνησή τους», είπε στον Τζόνσον. «Καθώς η κατάσταση είναι ακόµη ρευστή, δεν πρέπει να κάνουµε δηµόσια κάτι που να γείρει την πλάστιγγα». Η ανησυχία ήταν πως, ακόµη και µια ήπια κριτική από την Ουάσιγκτον, µπορεί να ενθάρρυνε ορισµένες «στρατιωτικές κλίκες να διασπαστούν από την οµάδα του πραξικοπήµατος», προκαλώντας την αποτυχία τού ώς τώρα επιτυχούς εγχειρήµατος. Το κύριο πρόβληµα αν δεν έλεγαν τίποτε, σύµφωνα µε τον Ρόστοου, ήταν η πιθανότητα να υπάρξουν επικρίσεις από τους προοδευτικούς και τους διανοουµένους των ΗΠΑ (η αντίθεση των οποίων στον πόλεµο του Τζόνσον στο Βιετνάµ είχε ρίξει σε αναταραχή το ∆ηµοκρατικό Κόµµα). «Το πρόβληµα οξύνεται από το γεγονός ότι ο πιο αµφιλεγόµενος πολιτικός κρατούµενος στην Αθήνα είναι ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος έχει πολλούς φίλους στην εδώ ακαδηµαϊκή κοινότητα. Οι προσωπικοί φίλοι του τηλεφωνούν όλη ηµέρα σε υψηλά ιστάµενους (στο Στέιτ Ντιπάρτµεντ) ρωτώντας για την ασφάλειά του». Ο Ντιν Ρασκ «επισηµαίνει ότι οι πιέσεις για να εκφράσουµε µια άποψη προέρχονται από µια µικρή οµάδα – τους προσωπικούς φίλους του Ανδρέα. Εχει δίκιο» (στο µνηµόνιο του Ρόστοου προς τον Τζόνσον, µε διαβάθµιση «άκρως απόρρητο», 22 Απριλίου 1967).

Τελικά κέρδισε το επιχείρηµα του Ρασκ να µείνουν οι ΗΠΑ σιωπηλές µέχρι να σταθεροποιηθεί η χούντα.

Οταν έδωσε στη δηµοσιότητα µια δήλωση, µία εβδοµάδα αργότερα, ο Ρασκ δεν διατύπωσε επικρίσεις για το πραξικόπηµα, ούτε καν ήπιες, εκφράζοντας αντίθετα ικανοποίηση για το γεγονός ότι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο οποίος ήταν γνωστό πως ήταν πολιτικός αιχµάλωτος της χούντας, είχε ζητήσει την «επιστροφή, σύντοµα, στην κοινοβουλευτική δηµοκρατία». Ετσι ο Ρασκ άρχισε την κουρα διπλωµατική παρωδία των υποτιθέµενων «πιέσεων» των ΗΠΑ επί της χούντας για την «αποκατάσταση της δηµοκρατίας». Οπως εξήγησε σε έγγραφό του οεµπειρογνώµων του Στέιτ Ντιπάρτµεντ για την Ελλάδα Νταν Μπρούστερ, το «σηµαντικό» ήταν «να δηµιουργηθεί η εντύπωση της προόδου».

Η ΠΙΕΣΗ. Αν η επιρροή των φίλων του Ανδρέα δεν ήταν αρκετή για να πιέσει την αµερικανική κυβέρνηση να επικρίνει έστω το πραξικόπηµα, ήταν αρκετή για να δηµιουργήσει στον Τζόνσον ένα εγχώριο πολιτικό πρόβληµα. Πράγµατι, η «µικρή οµάδα» των «προσωπικών φίλων» στους οποίους αναφερόταν απαξιωτικά ο Ρόστοου περιελάµβανε ισχυρές φυσιογνωµίες του κατεστηµένου του ∆ηµοκρατικού Κόµµατος όπως ο Καρλ Κέισεν, ο πρώην ειδικός βοηθός του προέδρου Κένεντι στην Ουάσινγκτον σε θέµατα εθνικής ασφαλείας, ο οποίος, ως νέος οικονοµολόγος, είχε βοηθήσει τον Ανδρέα να αναπτύξει την πρότασή του για τη δηµιουργία του Κέντρου Οικονοµικών Ερευνών (αργότερα ΚΕΠΕ)· ο Εντµουντ Μπράουν, ο δηµοφιλής πρώην κυβερνήτης της Καλιφόρνιας (και πατέρας του νυν κυβερνήτη της), του οποίου ο Ανδρέας ήταν οικονοµικός σύµβουλος όταν ήταν πρόεδρος του Οικονοµικού Τµήµατος του Πανεπιστηµίου του Μπέρκλεϊ· ο Ουόλτερ Χέλερ, µε τον οποίο ο Ανδρέας µοιραζόταν το γραφείο του στο Πανεπιστήµιο της Μινεσότας και ο οποίος είχε ηγηθεί του ισχυρού Συµβουλίου Οικονοµικών Συµβούλων υπό τον Κένεντι· και ο Τζον Κένεθ Γκαλµπρέιθ, ο µέντορας του Ανδρέα στο Χάρβαρντ, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως πρεσβευτής του Κένεντι στην Ινδία και µόλις είχε εκλεγεί πρόεδρος της ισχυρής προοδευτικής «δεξαµενής εγκεφάλων» και οργάνωσης λόµπι Αµερικανοί για ∆ηµοκρατική ∆ράση. Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ. Η παρέµβαση του Τζόνσον για την ασφάλεια του Ανδρέα δεν σήµανε το τέλος του προβλήµατος εκ µέρους της αµερικανικής κυβέρνησης. Στις 26 Απριλίου, ο Χαλ Σόντερς στο Συµβούλιο Εθνικής Ασφαλείας έγραψε σε ένα απόρρητο µνηµόνιο προς τον Ρόστοου: «Βολιδοσκοπούµε τον [πρεσβευτή των ΗΠΑ] Φιλ [Τάλµποτ] για τη δυνατότητα να ζητήσουµε από την κυβέρνηση του πραξικοπήµατος απλώς να απελάσει τον Ανδρέα. Ουδείς πιστεύει ότι η πολιτική κατάσταση µπορεί να στρώσει πριν αυτός φύγει από τη σκηνή, έτσι η απέλαση θα κάλυπτε τις εσωτερικές ανάγκες µας, ενώ ταυτόχρονα θα ήταν κέρδος για τη [χουντική] κυβέρνηση. Πιθανόν θα προτιµούσαν να τον σκοτώσουν, αλλά ξέρουν ότι αυτό θα προκαλούσε αφόρητη παγκόσµια αντίδραση».

Σε ένα τηλεγράφηµα προς τον πρεσβευτή Τάλµποτ την ίδια ηµέρα, ο υφυπουργός Εξωτερικών παραδέχεται ότι υπάρχουν κατά τα φαινόµενα ανυπέρβλητα εµπόδια γύρω από την ιδέα να απελαθεί ο Ανδρέας, εντούτοις ζητούσε από τον πρεσβευτή να σχολιάσει κατά πόσο ήταν πιθανό να συµφωνήσει η χούντα, «ιδιαίτερα αν ο Ανδρέας επρόκειτο να απαρνηθεί την ελληνική υπηκοότητα, να υπογράψει µια δέσµευση ότι θα παραµείνει εκτός Ελλάδος ή να παράσχει άλλες παρόµοιες διαβεβαιώσεις. Μολονότι [οι διαβεβαιώσεις αυτές] µπορεί να είχαν µικρή αξία µόλις ο Ανδρέας έφευγε από τη χώρα, θα τον δυσφηµούσαν στα µάτια του ελληνικού κοινού».

Η «µικρή οµάδα» των «προσωπικών φίλων» του Ανδρέα διατήρησε ζωντανό το θέµα στις ΗΠΑ. Στις 7 Ιουνίου, για παράδειγµα, µια δήλωση υπογεγραµµένη από περίπου 500 αµερικανούς καθηγητές εµφανίστηκε στην έγκυρη «Ουάσιγκτον Ποστ» ως διαµαρτυρία για τη συνεχιζόµενη πολιτική καταπίεση που ασκούσε η χούντα και για τα σχέδιά της να δικάσει τον Ανδρέα υπό συνθήκες στρατιωτικού νόµου. Οπως προσφυώς αναφερόταν στη δήλωση, «έχοντας στερήσει από τον Ανδρέα Παπανδρέου τα ουσιώδη δικαιώµατα της υπεράσπισης, έχοντας καταργήσει την ελευθεροτυπία και εκφοβίσει τα δικαστήρια, η χούντα µπορεί να υπολογίζει ότι θα πάρει την ετυµηγορία που θέλει, όσο αντίθετα κι αν είναι τα πραγµατικά γεγονότα». Ωστόσο γι’ αυτούς που αποφάσιζαν την πολιτική των ΗΠΑ, το πρόβληµα µε τη χούντα δεν ήταν η κατάφωρη παραβίαση εκ µέρους της των ανθρωπίνων δικαιωµάτων, αλλά το γεγονός ότι δεν είχε συναίσθηση των δηµοσίων σχέσεων. Στο Στέιτ Ντιπάρτµεντ, ο Νταν Μπρούστερ υιοθέτησε την άποψη ότι «αυτό που χρειάζεται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο η ελληνική χούντα είναι ένας καλός υπεύθυνος δηµοσίων σχέσεων». Σε µια έκθεση στα τέλη Ιουλίου µε θέµα τα «Σχέδια της ελληνικής χούντας για τον Ανδρέα Παπανδρέου», η CIA εξέφραζε τη δυσαρέσκειά της για τις «έως τώρα προφανώς καταστροφικές προσπάθειες δηµοσίων σχέσεων [του καθεστώτος],που κορυφώθηκαν πολύ πρόσφατα µε την άρση της ιθαγένειας της ηθοποιού Μελίνας Μερκούρη».

Ο ΑΣΠΙΔΑ. Σύντοµα τα προβλήµατα δηµοσίων σχέσεων της χούντας επιδεινώθηκαν πολύ. Στις 30 Αυγούστου, το επανειληµµένως αναβληθέν κατηγορητήριο για την υπόθεση ΑΣΠΙ∆Α, όπου ο Ανδρέας κατηγορούνταν για εσχάτη προδοσία, επιτέλους δόθηκε στη δηµοσιότητα. Βασισµένες σε µεγάλο βαθµό κατασκευασµένα στοιχεία, οι κατηγορίες περιέπεσαν σε ανυποληψία µία εβδοµάδα αργότερα, όταν ο µοναδικός αυτόπτης µάρτυρας του εισαγγελέα, ο Ανδρέας Βαχλιώτης, εµφανίστηκε σε συνέντευξη Τύπου και αποκήρυξε την κατάθεσήτου λέγοντας πως ήταν υπαγορευµένη από την ΚΥΠ. Οπως αφηγείται η Μαρ γαρίτα Παπανδρέου στο βιβλίο της «Εφιάλτης στην Αθήνα», η αναίρεση της κατάθεσης του Βαχλιώτη ήταν µια µεγάλη νίκη στην εκστρατεία της για την απελευθέρωση του Ανδρέα – µια εκστρατεία την οποία συντόνιζε µυστικά από την Αθήνα µέσω ενός δικτύου υποστηρικτών του Ανδρέα στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Η αναµενόµενη δίκη του ΑΣΠΙ∆Α φαινόταν ότι θα αποτελούσε πηγή µεγάλης διεθνούς αµηχανίας προκαλώντας περισσότερους πονοκεφάλους για τους Αµερικανούς, οι οποίοι ανυποµονούσαν να εφαρµόσουν την απόφασή τους «να κινηθούµε προς µια εξοµάλυνση των σχέσεών µας µε την Ελλάδα», η οποία ελήφθη µυστικά στις 6 Ιουλίου σε µια συνάντηση αξιωµατούχων του Συµβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, του Στέιτ Ντιπάρτµεντ, του Πενταγώνου, της CIA και της αµερικανικής πρεσβείας. Καθώς η φυλάκιση του Ανδρέα είχε γίνει θέµα µείζονος ενδιαφέροντος σε χώρες όπως η ∆ανία και η Νορβηγία, οι ΗΠΑ αντιµετώπιζαν επίσης προβλήµατα στο να νοµιµοποιήσουν τη χούντα µέσα στο ΝΑΤΟ.

Τότε, στις 13 ∆εκεµβρίου, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος έκανε τη γνωστή καταστροφική απόπειρα να πάρει τον έλεγχο του στρατού και της χώρας µε το άσχηµα οργανωµένο αντιπραξικόπηµα. Η κίνηση αυτή συνέβαλε σοβαρά στη σταθεροποίηση της εξουσίας της χούντας, ενώ είχε επίσης συνέπειες και για τον Ανδρέα. Μετά τη φυγή της βασιλικής οικογένειας στην Ιταλία, η χούντα δήλωσε ότι δεν θα ασκήσει διώξεις εις βάρος οποιουδήποτε από τους εµπλεκόµενους αξιωµατικούς που έµειναν πίσω. Υπό αυτές τις συνθήκες, θα ήταν σουρεαλιστικό να δικαστούν ο
Ενας από τους διανοούµενους που εργάστηκαν για την αποφυλάκισή του ήταν και ο µέντοράς του στο Χάρβαρντ, Τζον Κένεθ Γκαλµπρέιθ
Ανδρέας και οι αξιωµατικοί του ΑΣΠΙΔΑ για µια υποτιθέµενη συνωµοσία για την ανατροπή της µοναρχίας. Μία εβδοµάδα αργότερα, µια συνάντηση έλαβε χώρα στην Ουάσιγκτον ανάµεσα σε αξιωµατούχους του Στέιτ Ντιπάρτµεντ και στον ελληνοαµερικανό επιχειρηµατία Τοµ Πάπας, ο οποίος µόλις είχε επιστρέψει από την Αθήνα. Στη συνάντηση, ο φαύλος, µε έδρα τη Βοστώνη, ιδιοκτήτης του µονοπωλιακού πετρελαϊκού συγκροτήµατος ESSO-Pappas της Ελλάδας, αλλά και ευρέως γνωστός για τις διασυνδέσεις του µε τη CIA, ουσιαστικά ανέλαβε τον ρόλο του ανεπίσηµου πρεσβευτή της χούντας στην Ουάσιγκτον. «Το ελληνικό καθεστώς ήθελε να ξέρει ακριβώς τι ήθελαν οι ΗΠΑ από αυτό», εξήγησε ο Πάπας. Σε απάντηση, ο αµερικανός υφυπουργός Στιούαρτ Ρόκγουελ του είπε ότι «ο στόχος των ΗΠΑ είναι να επιστρέψει η Ελλάδα στην οµαλότητα», περιλαµβανοµένης της σύνταξης νέου Συντάγµατος, της πραγµατοποίησης ενός δηµοψηφίσµατος και της ανακοίνωσης ηµεροµηνίας για εκλογές. Ο Ρόκγουελ προσέθεσε πως «η απελευθέρωση πολιτικών κρατουµένων και ιδιαίτερα του Ανδρέα Παπανδρέου θα ήταν επίσης ένα εποικοδοµητικό βήµα».

Η τελευταία σύσταση σύντοµα πραγµατοποιήθηκε. Την παραµονή των Χριστουγέννων, η χούντα απελευθέρωσε και παρέδωσε στις οικογένειές τους τον Ανδρέα και τους κατηγορουµένους του ΑΣΠΙΔΑ στο πλαίσιο µιας ευρείας αµνηστίας των πολιτικών κρατουµένων. Δεν είναι γνωστά περισσότερα στοιχεία για την παρασκηνιακή διαδικασία που οδήγησε στην απελευθέρωση. Κάποιο φως ρίχνει ένα σύντοµο σηµείωµα, όπου επιγράφεται απλώς «Ανδρέας» και βρέθηκε στα χαρτιά του Χαρίλαου Λαγουδάκη, του έλληνα ειδικού στο Γραφείο Πληροφοριών και Ερευνας του Στέιτ Ντιπάρτµεντ. Το σηµείωµα φαίνεται ότι αφορά µια επίσκεψη που έκανε στον Ανδρέα µια αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Συµβουλευτικής Συνέλευσης, η οποία ερευνούσε την κατάσταση στην Ελλάδα για λογαριασµότου Συµβουλίου της Ευρώπης. Η επίσκεψη πραγµατοποιήθηκε στις 22 Δεκεµβρίου, δύο ηµέρες πριν από την απελευθέρωση του Ανδρέα. Ελληνες αξιωµατούχοι, περιλαµβανοµένου του πρεσβευτή Καλαµίδα, ήταν επίσης παρόντες. Ο Ανδρέας θυµάται πως έγινε µια εκτεταµένη συζήτηση που διήρκεσε δύο ώρες. Ωστόσο, το σύντοµο σηµείωµα που βρέθηκε στα χαρτιά του Λαγουδάκη αφορά µόνο µια «σχετική ερώτηση», στην οποία ζητήθηκε από τον Ανδρέα να απαντήσει. Σύµφωνα µε το σηµείωµα, ο Ανδρέας λέει, «όταν απελευθερωθώ και µπορέσω να σχηµατίσω τη δική µου απροκατάληπτη άποψη για τα γεγονότα, και αν καταλήξω στο συµπέρασµα ότι η περαιτέρω παρουσία µου στην πολιτική αρένα µπορεί να βλάψει την οµαλότητα της εθνικής ζωής της Ελλάδας, τότε µπορεί να αποφασίσω να αφήσω την πολιτική και να κοιτάξω την οικογένειά µου και την επιστήµη µου». Η δήλωση του Ανδρέα δείχνει πως ήξερε ότι η ελευθερία του ήταν κοντά, αλλά ήξερε επίσης ότι η απελευθέρωσή του εξαρτιόταν από την εκδήλωση εκ µέρους του της πρόθεσης να εγκαταλείψει την ελληνική πολιτική.

Οι µάλλον ασθενείς «διαβεβαιώσεις» που έδωσε ο Ανδρέας για να διευκολύνει την απελευθέρωσή του αποδείχθηκε πως «λίγη αξία είχαν όταν ο Ανδρέας αναχώρησε από τη χώρα», όπως είχε προβλέψει ο υφυπουργός Εξωτερικών λίγο µετά το πραξικόπηµα. Το αίσθηµα της αποστασιοποίησης, όµως, ακόµη και αποξένωσης από την πολιτική που µεταφέρεται από τη δήλωσή του, φαίνεται πως δεν ήταν εντελώς προσποιητό. Οι σχεδόν 8 µήνες που έµεινε στην αποµόνωση, τον είχαν καταβάλει. Υπέφερε από υποτροπή των ενδηµικών στοµαχικών προβληµάτων του. Τον Οκτώβριο άρχισε να χάνει σταθερά βάρος. Μετά την απελευθέρωσή του είχε ένα λιποθυµικό επεισόδιο που τον έστειλε στο νοσοκοµείο. Επιπλέον οι πολλές ώρες που πέρασε κοιτάζοντας µέσα από τα κάγκελα του παράθυρου στο κελί του, προβάλλοντας τον εαυτό του στη ζωή που κυλούσε ελεύθερα απέξω, άφησαν προβλήµατα στην όρασή του.

ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Η Μαργαρίτα θυµάται τις ηµέρες µετά τηναπελευθέρωσή τουως τηναρχή του «µακρού, αργού δρόµου του προς τη συναισθηµατική και τη σωµατική ανάρρωση». Πιο ανησυχητική για τη συναισθηµατική ζωή του ήταν η επίδραση που είχε ο εγκλεισµός στην αυτοσυνείδησή του. Ανατρέχοντας στην εµπειρία του από τη φυλακή, ο Ανδρέας είπε στον οικονοµολόγο Τζον Λέτις, πρώην συνάδελφό του στο Μπέρκλεϊ, ότι η αποµόνωση τον οδήγησε σε στιγµές βαθιάς αµφιβολίας για τον εαυτό του, κάνοντάς τον να επανεξετάσει τις πεποιθήσεις του, τον πολιτικό προσανατολισµό του και τον τρόπο σκέψης του. Το φαινόµενο είναι γνωστό στους ψυχολόγους, οι οποίοι παραδέχονται ότι παρατεταµένες περίοδοι αποµόνωσης µπορεί να οδηγήσουν σε διαταραχή ταυτότητας. Ωστόσο, η συναισθηµατική συγκρότηση του Ανδρέα τον έκανε επίσης ιδιαίτερα ευάλωτο σε αυτού του είδους την κρίση ταυτότητας.

Εκτός από τότεπου αποσυρόταν στη µοναξιά του γραφείου του για να διαβάσει, να σκεφθεί και να γράψει, στον Ανδρέα δεν άρεσε ποτέ να είναι µόνος. Κοινωνικός από τη φύση του, ήταν ενθουσιώδης, διασκεδαστικός αφηγητής ιστοριών, µια «µαγνητική προσωπικότητα» που είχε το χάρισµα να γίνεται το κέντρο της προσοχής.

Εντούτοις σηµαντικότερη για τον Ανδρέα ήταν µάλλον η ανάγκη για την παρουσία άλλων, παρά η ευκαιρία να εκδηλώνει την προσωπική γοητεία του. Ανδρας µε ακατάπαυστη ενέργεια και ευφυΐα, ο Ανδρέας είχε το πάθος να ξεκινάει συλλογικά εγχειρήµατα και να αναλαµβάνει την ηγεσία τους. Η ενθουσιώδης στράτευσή του µε τον κόσµο έφθανε στον πυρήνα αυτού που ήταν. Αποµονωµένος στο κελί της φυλακής του χωρίς τη χειροπιαστή παρουσία ενός κόσµου µε τον οποίο να αλληλεπιδρά, ο Ανδρέας βρέθηκε κυριευµένος από αβεβαιότητα και αµφιβολία.

Στις 15 Ιανουαρίου 1968, έχοντας πάρει το ελληνικό διαβατήριό του απευθείας από τον Παττακό, ο Ανδρέας ανέβηκε σε µια πτήση της Air France µε τη Μαργαρίτα και τα παιδιά και κατευθύνθηκαν προς την εξορία στο Παρίσι, όπου ο εξάδελφός του Σίγκµουντ Μινέικο τούς είχε νοικιάσει ένα διαµέρισµα. Καθώς ο Ανδρέας προετοιµαζόταν γιατην πρώτησυνέντευξη Τύπου που θαέδινε ως εξόριστος, η Μαργαρίτα φοβόταν ότι η επίδοσή του µπορεί να ήταν κακή.

Αντίθετα, θυµάται, «ήρθη στο ύψος της περιστάσεως». Ο Ανδρέας είχε επιστρέψει στον κόσµο – και ο κόσµος σε αυτόν. Εξι εβδοµάδες αργότερα, έπειτα από µια πολιτική περιοδεία σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ανακοίνωσε στη Στοκχόλµη την ίδρυση του Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Κινήµατος (ΠΑΚ) για να συντονίσει την αντίσταση εναντίον της χούντας µέσα και έξω από την Ελλάδα. Τα µακρά, σκοτεινά χρόνια ενός νέου και πιο δύσκολου «ανένδοτου αγώνα» είχαν αρχίσει.

Καθώς η φυλάκιση είχε γίνει µείζον θέµα σε χώρες όπως η Δανία και η Νορβηγία, οι ΗΠΑ αντιµετώπιζαν πρόβληµα στο να νοµιµοποιήσουν τη χούντα στο ΝΑΤΟ
Η Μαργαρίτα θυµάται τις ηµέρες µετά την απελευθέρωσή του ως την αρχή του «µακρού, αργού δρόµου του προς τη συναισθηµατική και τη σωµατική ανάρρωση»
Ο Σπύρος Δραΐνας είναι πολιτικός επιστήµων. Το φθινόπωρο, θα κυκλοφορήσει η βιογραφία του Ανδρέα Παπανδρέου από τις Εκδ. Λιβάνη.


Ο συναγερµός στην Ευρώπη

ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ, φίλοι του Ανδρέα µε επιρροή, έσπευσαν να τον βοηθήσουν. Ανάµεσα σ’ αυτούς ήταν ο Μόγκενς Κάµρε, υφυπουργός Οικονοµικών στην κυβέρνηση του δανού πρωθυπουργού Οτο Κραγκ, καθώς και ο ίδιοςο Κραγκ, ο οποίος είχε παραθέσει δείπνο προςτιµήν του Ανδρέα κατά την επίσκεψή του τον Οκτώβριο του 1966 στη Σκανδιναβία, δηµιουργώντας διπλωµατικό πανικό στην Αθήνα και στη διόλου δηµοφιλή κυβέρνηση «αποστατών» του Στέφανου Στεφανόπουλου. Λίγο πριν από το πραξικόπηµα, ο Κάµρε είχε έρθει στην Ελλάδα έπειτα από πρόσκληση του Ανδρέα καιέφυγε ξανά ινκόγκνιτο λίγες ηµέρες µετά το γεγονός.

Ο Ανδρέας είχε δώσειστον Κάµρε τον αριθµό του τηλεφώνου του οικονοµολόγου Αγγελου Κλώνη, στενού συνεργάτη του στηνΟυάσιγκτον, µε την οδηγίαο Κλώνης νατηλεφωνήσει στον Τζον Γκαλµπρέιθ σε περίπτωση πραξικοπήµατος. Οταν ο Κλώνης επικοινώνησεµαζί του, ο Γκαλµπρέιθ του είπε ότι είχε ήδη δεχθεί κατακλυσµότηλεφωνηµάτων από τους πρώην συναδέλφους του Ανδρέα ως καθηγητή Οικονοµικών, ανάµεσα στουςοποίους οι Κένεθ Αροου και Λεονίντ Χούρβιτς (αµφότεροι κέρδισαν αργότερα βραβεία Νοµπέλ). Ο Γκαλµπρέιθ, έχοντας «εγκαταλείψει» τον Τζόνσον, όπως το έθετε, εξαιτίας του Πολέµου του Βιετνάµ,δεν είχε την εύνοια του προέδρου µε αποτέλεσµα (ο Γκαλµπρέιθ) να ανησυχεί για το αν θα µπορέσει να κάνει κάτι. Οµως, την εποµένη του πραξικοπήµατος, ο Γκαλµπρέιθ επικοινώνησε µε τον Λευκό Οίκο και κατάφερε να στείλει στον Τζόνσον µέσω του προεδρικού βοηθού Τζόζεφ Καλίφανο ένα µήνυµα στο οποίο απηύθυνε έκκληση για την ασφάλεια του Ανδρέα. Την εποµένη, ο Γκαλµπρέιθ έλαβε απάντηση από τον υφυπουργό Εξωτερικών Κάτζενµπαχ, στον οποίο ο Τζόνσον είχε δώσει οδηγίες «να τηλεφωνήσω στον Κεν Γκαλµπρέιθ και να του πω πως είπε σ’ αυτούς τους έλληνες µπάσταρδους να αφήσουν αυτό το κάθαρµα _ όποιος κι αν είναι». Αργότερα, ο Τζόνσον ειρωνεύτηκε πως η ασφάλεια του Ανδρέα ήταν«το πρώτο ζήτηµα στην ιστορία της δηµοκρατίας, στο οποίο φαινόταν να συµφωνούν όλοι οι αµερικανοίοικονοµολόγοι».


Η ΑΓΩΝΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ

Στην αθήνα, η ασφάλεια του Ανδρέα ήταν η πρωταρχική ανησυχία της θυµωµένης και ταραγµένης Μαργαρίτας Παπανδρέου, και ευλόγως. Λίγες εβδοµάδες πριν από το πραξικόπηµα, ο βουλευτής της ΕΡΕ Νικόλας Φαρµάκης, ο κρυφός πολιτικός σύµµαχος του Παπαδόπουλου, είχε πει στον Νόρµπερτ Ανσουτς της αµερικανικής πρεσβείας ότι ο Ανδρέας ήταν ένα «ζωντανό πτώµα», ένα σχόλιο που ο Ανσουτς είχε µεταφέρει στον Ανδρέα.


ΓΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Περισσότερο από τις όποιες αντιφάσεις του, περισσότερο από τις βιογραφικές ρήξεις και τις ασυνέχειές του, τελικά ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν οι τοµές του. Ο διαπρεπής καθηγητής του Μπέρκλεϊ και δηµόσιος διανοούµενος, o συγγραφέας του «Πατερναλιστικού καπιταλισµού», ο επαναπατρισθείς πρόεδρος του Κέντρου Οικονοµικών Ερευνών, ο αναπληρωτής υπουργός Συντονισµού της Κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου, αλλά και ο δις φυλακισθείς και διωχθείς επί δικτατορίας Μεταξά και συνταγµαταρχών, ίδρυσε το ΠΑΚ το 1968 και επέστρεψε στην Ελλάδα µε την αποκατάσταση της Δηµοκρατίας, κάνοντας το απολύτως µη αναµενόµενο. Αρνούµενος την ευθεία αποδοχή της κληρονοµιάς της Ενωσης Κέντρου, προχώρησε στην ίδρυση του ΠΑΣΟΚ, ενός πολιτικού σχηµατισµού µε πολύσηµο, ακριβέστερα πολυτροπικό, παρελθόν. Τα βασικά του στελέχη είχαν αναδειχθεί στη διάρκεια του «Ανενδότου», του 114 και του αντιδικτατορικού αγώνα, ενώ δεν έλειπαν και τα στελέχη της Ενωσης Κέντρου.

Επαγγέλθηκε την ανατροπή των απότοκων της «αρχής της µη εναλλαγής» του µετεµφυλιακού κράτους σε πρόταση εξουσίας µε πρόταγµα την κοινωνική δικαιοσύνη, την ενσωµάτωση των αποκλεισµένων και την οικοδόµηση του κοινωνικού κράτους. Κοινωνική δικαιοσύνη και πατριωτική χειραφέτηση συγκρότησαν ένα πλέγµα σηµασιών που γνώρισε στην πορεία πολλούς µετασχηµατισµούς τόσο διακηρυκτικά, όσο (κυρίως) σε επίπεδο υλοποίησης. Το ΠΑΣΟΚ άλλαξε ήδη µεταξύ 1974 και 1977 και συνέχισε να αλλάζει, ενόσω ο ίδιος ο Ανδρέας ξεκινούσε µια θυελλώδη σχέση µε τη νεώτερη ελληνική πολιτική ιστορία (όπως και µε την εξουσία). Με σειρά µεταρρυθµίσεων, µε το εγχείρηµα συγκρότησης κοινωνικού κράτους, µε µείζονες τοµές όπως το ΕΣΥ, αλλά και µε λιγότερο επιτυχηµένες επιλογές και σίγουρα όχι χωρίς λάθη.

Και πώς θα γινόταν αλλιώς, όταν η ίδια η πολιτική του διαδροµή αποτέλεσε συστατικό στοιχείο της «βιοτικής τροχιάς» της Γ’ Ελληνικής Δηµοκρατίας. Είτε ως έκκληση είτε ως ρήξη, η αναγγελία ενός χειραφετητικού εγχειρήµατος το 1974 αποτέλεσε το προανάκρουσµα για µια νέα πραγµατικότητα. Μια πραγµατικότητα γεµάτη τοµές και ρωγµές, από την οποία αρδευόταν ένας πολιτικός άνδρας συνεπής µε την αντίληψη του Φουκώ για την εξουσία: µια εξουσία που, περισσότερο από το ότι κατέχεται, ασκείται. Ασκείται ως πολιτική, εκβάλλει σε µεταρρύθµιση και αναµετριέται διαρκώς µε τις εµµονές της ίδιας Ιστορίας. Οπως ο ίδιος δήλωνε το 1982, «η άσκηση της πολιτικής κινείται µέσα στα πλαίσια των συνταγµατικών επιταγών… περιορίζεται στο πολιτικό εφικτό, δηλαδή σε κάτι που αποτελεί (ωστόσο) ενδιάµεσο στόχο». Με ό,τι αυτό σηµαίνει. Και στην ελληνική περίπτωση αυτό σίγουρα σήµαινε πολλά.

Ζώντας σε µια πολυτάραχη περίοδο της ιστορίας µας και βιώνοντας τις αντιφάσεις της, o Ανδρέας Παπανδρέου εκπλήρωσε στο ακέραιο την µποντλερική επιταγή: «δεν έχουµε δικαίωµα να καταφρονούµε το παρόν». Χωρίς ωστόσο να αποστρέψει ούτε στιγµή το βλέµµα του από το µέλλον.

Η ίδια η πολιτική του διαδροµή αποτέλεσε συστατικό στοιχείο της «βιοτικής τροχιάς» της Γ’ Ελληνικής Δηµοκρατίας
ο νίκος Παπαδάκης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τµήµατος Πολιτικής Επιστήµης του Πανεπιστηµίου Κρήτης
Ο ΤΡΟΠΟΣ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΜΠΟΤΟΠΟΥΛΟΥ

Δεν χωρεί πολλή αµφιβολία ότι το βασικό θετικό ίχνος του Ανδρέα Παπανδρέου και των κυβερνήσεών του ήταν το κλείσιµο του εµφυλιοπολεµικού ρήγµατος, µε το ταυτόχρονο άνοιγµα, ή την αίσθηση του ανοίγµατος, της εξουσίας και του κράτους στο κοµµάτι εκείνο των κοινωνικών δυνάµεων που είχαν καταδιωχθεί από το έως τότε σύστηµα ή πάντως µείνει από σχέδιο στις παρυφές του. Θα πρόσθετα και µια δεύτερη, πιο έµµεση αλλά εξίσου βαθιά συµβολή, που συνδέεται – στην αρχή πολύ συγκρατηµένα, από κάποια στιγµή και πέρα µε πλήρη επίγνωση, σχεδόν ποτέ µε ενθουσιασµό – µε την ουσιαστική εµβάθυνση της συµµετοχής της χώρας µας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στο ευρωπαϊκό πολιτικό σχέδιο. Σχηµατικά µπορεί να πει κανείς ότι η – κυρίως φαντασιακή – κοινωνική ολοκλήρωση πραγµατοποιήθηκε κόντρα στον πραγµατικό Καραµανλή, ενώ η – εξ ορισµού ατελής – ευρωπαϊκή σε συνέχειά του. Και οι δύο, πάντως, «µε τον τρόπο του Ανδρέα»: µέσα από ηγετικές πρωτοβουλίες, χωρίς πολλά όργανα και διαβουλεύσεις, µε θεωρητικό πάντα υπόβαθρο – που άλλαζε, όµως, µε τις περιστάσεις – και µε διαρκή επίκληση και ανάδειξη της αδιαµεσολάβητης σχέσης του ηγέτη µε τον λαό.

Από το στυλ του Ανδρέα πηγάζει και το εξίσου αδιαφιλονίκητο σκοτεινό ίχνος του στην πολιτική ζωή και το πολιτικό σύστηµα: η χαλαρότητα έναντι των θεσµών και των διαδικασιών (ιδίως της εσωκοµµατικής δηµοκρατίας), η ενίσχυση των χαµηλών και άκριτα εξισωτικών ενστίκτων µιας κοινωνίας που, ακριβώς επειδή αισθανόταν ότι µετείχε για πρώτη φορά, ή για πρώτη φορά έτσι, στη νοµή της εξουσίας, είχε την τάση και βρήκε και παράδειγµα για να υποβαθµίζει την προσπάθεια, τη σεµνότητα, την αξιοκρατία, κάποιες φορές ακόµα και την ίδια τη νοµιµότητα. Πρόκειται για το φαινόµενο που η επιστήµη έχει ονοµάσει λαϊκισµό, που πλήγωσε την παιδεία, εµπότισε το κράτος, δυσκόλεψε τις πραγµατικές µεταρρυθµίσεις και προετοίµασε πολλές από τις δοµικές αιτίες όχι µόνο της σηµερινής κρίσης αλλά και µιας συνολικότερης έκπτωσης της πολιτικής στη χώρα µας. Ο λαϊκισµός δεν ταυτίζεται και δεν περιορίστηκε, αλίµονο, στο ανδρεοπαπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ, έχει όµως ρίζες σε µια φάση διακυβέρνησης µε περισσότερο συναίσθηµα, ανατροπές, δολιχοδροµήσεις και ανορθολογισµό από όσο επέτρεπαν εύθραυστοι θεσµοί και αµάθητοι σε συλλογική προσπάθεια πολίτες.

Γι’ αυτό είναι δύσκολο – και ίσως άχρηστο – να βάλει κανείς ένα συνολικό πρόσηµο στην πορεία του Ανδρέα: κόµισε κάτι νέο, αλλά απέτυχε να του προσδώσει ποιοτικά χαρακτηριστικά που θα το έκαναν µε σιγουριά κάτι καλύτερο. Οπως δεν µπορούµε να φανταστούµε τη δηµοκρατία µας χωρίς την εναλλαγή ιδεών και προσώπων, το φύσηµα µιας µεγαλύτερης ελευθερίας και προοδευτικότητας, που έφεραν εκείνα τα χρόνια, άλλο τόσο πληγώνει πολλούς να σκέφτονται τις χαµένες ευκαιρίες, την έκπτωση ιδεών και ιδανικών. Το µέγεθος, πάντως, ήταν σε κάθε περίπτωση διαφορετικό – και δεν χρειαζόµαστε τη σηµερινή κατάσταση για να το αναδείξει.

Η συµβολή του πραγµατοποιήθηκε µε διαρκή επίκληση της αδιαµεσολάβητης σχέσης του ηγέτη µε τον λαό
ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγµατολόγος, πρώην ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ Share/Save/Bookmark

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts with Thumbnails