..................::::::::::::::::::::::::::....................!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Πρέπει να διάβαζα αρχαία κάπου περίπου στο λύκειο, όταν ακούστηκε απ’ το σαλόνι στην τηλεόραση ο Μπιθικώτσης απ’ τη συνοικία το όνειρο. Ακολουθώντας την φωνή που έβγαινε από τον παλιό κόσμο έφτασα το ίδιο κιόλας βράδυ στα συρτάρια του πατέρα μου, όπου οι κόκκινες μαύρες maxcell με οδήγησαν στο Θεοδωράκη. Όμως αυτό που επέβαλλε μέσα μου τον Θεοδωράκη, δεν ήταν ο έτσι κι αλλιώς έμφυτος αριστερίστικος λαϊκισμός μου, το μπουζούκι ή οι στίχοι του Χριστοδούλου, αλλά ο Καμπανέλλης. Το δευτερόλεπτο που τελείωσε το «Μαουτχάουζεν» νόμιζα ότι είχα προσγειωθεί ξαφνικά σε έναν άλλο πλανήτη κι ό,τι ήξερα μέχρι στιγμής ήταν απλά θραύσματα ενός καθησυχαστικού νανουρίσματος. Ύστερα είδα ότι ανάμεσα στις κασέτες ήταν και μια που έφερε τον τίτλο του βιβλίου. Εκεί έμεινα για καιρό, νομίζω μήνες ολόκληρους, περιτριγυρισμένος από τα κορίτσια του Μπέλσεν και εκείνον τον Αντώνη που πάνω στη σκάλα ζητούσε επιτακτικά διπλό και τριπλό βράχο.
***
Είμαι σ’ ένα φανάρι στη Νίκαια. Αποφασίζω ότι αρκεί η μουσική και βάζω ραδιόφωνο. Στο μισό λεπτό καταλαβαίνω απ’ τα λόγια του παραγωγού τί συνέβη. Νεκροί και τραυματίες στο δρόμο για τη Γάζα. Στρατός, πόλεμος, όπλα, κυβερνήσεις που προβάρουν το newspeak.***
Το απόγευμα έχοντας ακούσει και διαβάσει διάφορα, συνειδητοποιώ γιατί σκεφτόμουν το Μαουτχάουζεν. Ο κόσμος φαίνεται ότι ποτέ πια δε θα μιλήσει για ολοκαυτώματα, για σφαγές και απόλυτη φρίκη. Όχι γιατί αυτά θα λείψουν, αλλά γιατί πια ο θάνατος θα είναι ένα νομικό τερτίπι, μια υποπαράγραφος ενός άρθρου μιας διεθνούς συνθήκης, ένα δελτίο τύπου περί δυσανάλογης χρήσης βίας. Ο θάνατος θα είναι διάφανος και εμείς πωρωμένοι σχετικιστές. Κάθε στιγμή θα βρίσκονται μισοί που θα μιλάνε για σοκ και άλλοι μισοί που θα εκλογικεύουν και θα επεξηγούν τις αιτίες που έφεραν το αίμα. Αντί για κρεματόρια θα μιλάμε για αμφιλεγόμενες τακτικές και πιθανότατες παρτουαβάσεις διεθνούς δικαίου. Δε θα γραφτεί άλλο Μαουτχάουζεν, δε θα φτιαχτούν μνημεία, δε θα γίνουν ταινίες, ο Ίαν Μακέλεν θα παίζει μόνο στους X – Men, ο Μπενίνι θα βγει στη σύνταξη, η Νυρεμβέργη θα είναι μια πόλη ή μια ποδοσφαιρική ομάδα. Το σοκ για το οποίο γράφονται βιβλία και βασανίζει για χρόνια την ανθρωπότητα θα είναι σαν τις νεκρές αλεπούδες στην άκρη του δρόμου. Κρίμα, μα τίποτα το ιδιαίτερο. Ανάμεσα στα «έπρεπε να το περιμένουνε» και στα «ήταν προδιαγεγραμμένο» δεν υπάρχει πλέον χώρος για τη φρίκη. Ο Αντώνης δε θα είναι πια ήρωας, δε θα έχει εκείνα τα τεράστια χέρια που σηκώνουν τρεις βράχους στην πλατιά σκάλα. Τα καθημερινά φορέματα δε θα σημαίνουν πια τίποτα. Οι αρνητές θα είναι οι νηφάλιοι ακόλουθοι μιας λογικής που υπακούσει σε κανόνες και είναι κουφή στις ανθρώπινες κραυγές.***
Συνεπώς, δεν είναι σκάνδαλο οι 19 (10 τελικά;) νεκροί. Δεν είναι σκάνδαλο η εν ψυχρώ επίθεση οπλισμένων στρατιωτών εναντίον άοπλων ανθρώπων, ούτε η είδηση του θανάτου. Το αληθινό σκάνδαλο είναι ότι οι φωνές που λένε «τί δουλειά είχαν εκεί» και «τί θα μπορούσαν να πετύχουν» πληθαίνουν. Το αληθινό σκάνδαλο είναι ότι οι άνθρωποι λένε ο ένας στον άλλον διαβάζοντας εφημερίδα «έτσι κι αλλιώς δεν αλλάζει τίποτα». Το αληθινό σκάνδαλο είναι η άνευ όρων παράδοση στον θάνατο και η πίστη στο αναπόφευκτο της πορείας μιας οποιασδήποτε σφαίρας. Μισήσαμε την ευθύνη, μισήσαμε τη ζωή. Αγαπήσαμε τους εαυτούς μας καθώς περιμένουμε να μας ανακοινώσουν τα δελτία ειδήσεων το πώς θα ζούμε και μέχρι πότε ακριβώς. Χαμογελάστε, ίσως να βγει σήμερα ο υπουργός και να μας δώσει παράταση.***
Παρκάρω σε μια κάθετη της Πέτρου Ράλλη. Ακούω στο ραδιόφωνο κάποιον να λέει κάτι για τα πλοία. Παγώνω γιατί σκέφτομαι τον εαυτό μου πριν λίγες εβδομάδες στο Γκάζι στην εκδήλωση για την αποστολή στη Γάζα. Πίνω μπύρα ανάμεσα στους ιδεοληπτικούς και τους επαγγελματίες ακτιβιστές. Νιώθω να με κατακλύζει ντροπή. Ντροπή γιατί κοροϊδεύω κάποιον που μιλάει στο μικρόφωνο λίγο περισσότερο, γιατί σχολιάζω το κορμί μιας κοπέλας που στέκεται λίγο πιο μπροστά, γιατί συζητάω αν θα πάμε πουθενά μετά, γιατί είχα δεύτερες σκέψεις για τα 5 € που έδωσα. Είναι Δευτέρα πρωί και ακόμη δεν έχουμε πληροφορίες για τους νεκρούς, πόσοι ή ποιοί είναι. Η Πέτρου Ράλλη δεν έχει κίνηση, μα δυσκολεύομαι να περάσω το δρόμο. Η άσφαλτος γέμισε πτώματα. Βλέπω τα κορίτσια που στέκονταν μπροστά μου στο Γκάζι γεμάτα αίματα. Βλέπω τον άνθρωπο που πλάτειαζε πεσμένο στο κατάστρωμα. Βλέπω γραφικούς τύπους που πήγαιναν γυρεύοντας. Βλέπω τον Αντώνη να κουβαλάει πέτρες ακούραστος και γελαστός.Ένα στόμα λέει: «τίποτα δεν αλλάζει».
Είμαι κουφός.
ΠΗΓΗ. '' Το βυτιο''
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου