Δύο παγίδες σχετικά με τις αποδείξεις για το χτίσιμο του αφορολόγητου ορίου των 12.000 ευρώ κρύβει η εγκύκλιος του υπουργείου Οικονομικών και σηματοδοτεί κομφούζιο στις εφορίες με «βουνά» από φακέλους με αποδείξεις.
Για να αναγνωρισθούν στο αφορολόγητο οι δαπάνες κοινοχρήστων των πολυκατοικιών θα πρέπει ο διαχειριστής να μετατραπεί σε λογιστή και να συντάξει ετήσιες συγκεντρωτικές καταστάσεις με αριθμούς τιμολογίων ή αποδείξεων παροχής υπηρεσιών και επιμερισμό τους στους συνιδιοκτήτες ή ενοίκους της πολυκατοικίας............................Αν αδυνατεί να κάνει κάτι τέτοιο και εφόσον έχει κρατήσει όλα τα παραστατικά για τις ετήσιες δαπάνες της πολυκατοικίας, θα πρέπει να απευθυνθεί σε εταιρεία για να συντάξει εκείνη τη συγκεντρωτική κατάσταση. Σε διαφορετική περίπτωση όλοι οι ιδιοκτήτες ή ένοικοι της πολυκατοικίας θα χάσουν το αφορολόγητο για τα κοινόχρηστα.
Σύμφωνα με την εγκύκλιο ο διαχειριστής θα εκδίδει και θα χορηγεί σε κάθε συνιδιοκτήτη ή ενοικιαστή κατά περίπτωση (ανάλογα με το ποιον βαρύνει η δαπάνη αυτή) συγκεντρωτική κατάσταση των ετήσιων δαπανών της πολυκατοικίας, στην οποία θα εμφανίζεται το ποσό των κοινόχρηστων δαπανών που λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη του αφορολογήτου ποσού. Αντίγραφο της συγκεντρωτικής κατάστασης θα συνυποβάλλεται από κάθε συνιδιοκτήτη ή ένοικο, ενώ τα πρωτότυπα των κοινόχρηστων δαπανών θα διαφυλάσσονται από τον διαχειριστή.
Ξαναγράψιμο Η άλλη μεγάλη παγίδα αφορά την ποιότητα των αναγραφόμενων στην απόδειξη στοιχείων.
«Σε περίπτωση κατά την οποία η απόδειξη δεν είναι τυπωμένη με έντονα στοιχεία και πιθανολογείται η πλήρης εξαφάνισή τους, ο φορολογούμενος πρέπει να επαναλάβει τα στοιχεία (επωνυμία της επιχείρησης, ΑΦΜ, ημερομηνία και ποσά)» αναφέρεται στην εγκύκλιο. Ετσι οι φορολογούμενοι πρέπει να πιθανολογήσουν ποιες από τις αποδείξεις θα ξεθωριάσουν και να γράψουν ξανά τα στοιχεία. Το ερώτημα είναι τι θα γίνει στις περιπτώσεις που αυτά έχουν σβηστεί εντελώς.
Πώς ο φορολογούμενος θα τα ξαναγράψει αφού είναι αδύνατον να θυμάται το ποσό και την επωνυμία του εκδότη;
Ποιες εξαιρούνται
- Δεν αναγνωρίζονται οι δαπάνες για απόκτηση περιουσιακών στοιχείων, για ύδρευση, αποχέτευση, ηλεκτρισμό, τηλεπικοινωνίες γενικά, για εισιτήρια σε κάθε είδους μεταφορικό μέσο και όσες λαμβάνονται υπόψη για φορολογικές ελαφρύνσεις.
- Ενδεικτικά δεν αναγνωρίζονται οι δαπάνες για αγορά ή χρηματοδοτική μίσθωση ακινήτου, αυτοκινήτων, οι δαπάνες για ανέγερση ακινήτου, για τοκοχρεολυτική απόσβεση δανείων κλπ.
- Οσες δαπάνες αφαιρούνται από το συνολικό εισόδημα του φορολογούμενου, όπως τα ασφάλιστρα ζωής, οι τόκοι στεγαστικών δανείων κλπ.
- Δαπάνες ποσοστό των οποίων μειώνει τον φόρο με βάση την κλίμακα, όπως τα έξοδα νοσοκομειακής περίθαλψης, το ενοίκιο κύριας κατοικίας,τα φροντιστήρια κλπ.
Οι φορολογούμενοι υποβάλλουν τις αποδείξεις δαπανών σε ειδική ηλεκτρονική φόρμα ή σε κλειστό φάκελο στην αρμόδια για τη φορολογία του εισοδήματός τους ΔΟΥ, στον οποίο θα αναγράφονται:
- Το ονοματεπώνυμο και ο ΑΦΜ του υπόχρεου
- Ο αριθμός των αποδείξεων
- Το συνολικό ποσό αυτών
Μετά την ολοκλήρωση της υποβολής των δηλώσεων θα ανοιχθούν και θα πραγματοποιηθεί δειγματοληπτικός έλεγχος με οδηγίες της Διοίκησης που θα δοθούν στον χρόνο εκείνο.
Για την κάλυψη του αφορολογήτου απαιτούνται αποδείξεις ίσες με το 10% του ατομικού εισοδήματος, το οποίο φορολογείται με τις γενικές διατάξεις αν αυτό είναι μέχρι δώδεκα χιλιάδες ευρώ (12.000) και αν είναι μεγαλύτερο από δώδεκα χιλιάδες ευρώ (12.000), στο τριάντα τοις εκατό (30%), για το τμήμα αυτού πάνω από τα δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ.
Η προσαύξηση του αφορολόγητου ποσού του υπόχρεου λόγω των τέκνων που τον βαρύνουν δεν συνδέεται με προσκόμιση αποδείξεων δαπανών. Για ατομικό εισόδημα μέχρι έξι χιλιάδες ευρώ (6.000) δεν απαιτείται η προσκόμιση αποδείξεων δαπανών.
Οταν οι δαπάνες είναι περισσότερες από τις απαιτούμενες και μέχρι δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ ατομικά ή τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ για οικογένεια, ο φορολογούμενος δικαιούται και μείωση φόρου ίση με το δέκα τοις εκατό (10%) της διαφοράς μεταξύ των δηλούμενων και των απαιτούμενων δαπανών.
Οταν οι δαπάνες είναι λιγότερες από τις απαιτούμενες, ο φορολογούμενος επιβαρύνεται με ποσοστό φόρου ίσο με το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού των δαπανών που υπολείπεται.
Το ποσό των δαπανών μερίζεται μεταξύ των συζύγων ανάλογα με το ύψος του εισοδήματός τους που δηλώνεται με την αρχική δήλωσή τους και φορολογείται με τις γενικές διατάξεις.
Κ. ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ ΕΘΝΟΣ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου